χέρνιψ

χέρνιψ
-ιβος, ἡ, Α
1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ.
β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.)
2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από θυσίες (α. «Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ' Ἀθήνη εὔχετ' ἀπαρχόμενος», Ομ. Οδ.
β. «ὕδωρ, ὅ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι», Θουκ.)
3. τελετουργικό αγγείο
4. στον πληθ. αἱ χέρνιβες
α) εξαγνισμοί με αγιασμένο νερό («εὖ γοῡν θίγοις ἄν χερνίβων», Ευρ.)
β) χοές για τους νεκρούς («κἀγὼ χέουσα τάσδε χέρνιβας θνητοῑς λέγω καλοῡσα πατέρα», Αισχύλ.)
5. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «χέρνιψ
ἄγγος ἐλαίου εἰς ὅ ἐνέβαπτον τὰς δᾷδας καὶ περιέρραινον τὸν βωμόν»
6. φρ. α) «κοινωνὸς χερνίβων» — αυτός που μετέχει στις ίδιες οικογενειακές τελετές, δηλαδή σύνοικος, συγκάτοικος (Αισχύλ.)
β) «χέρνιβας νέμειν» — το να επιτρέπει κανείς σε κάποιον τη χρήση τού αγιασμένου νερού (Σοφ.)
γ) «γράφων χέρνιβος εἴργεσθαι τὸν ἀνδροφόνον» — δήλωνε τον αποκλεισμό όσων είχαν διαπράξει φόνο από τις θρησκευτικές τελετές και από τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. τού οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στη λ. χείρ, ενώ το β' συνθετικό στη ρίζα *nigw- τού ρ. νίζω / νίβω* «πλένω, καθαρίζω» (για τον χειλοϋπερωικό φθόγγο από τον οποίο προέρχεται το -β- τού τ. πρβλ. και το μυκηναϊκό keni-qa, βλ. λ. χέρνιβον) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -s, όπως και άλλα ριζικά ονόματα (χέρνιψ < *χερ-νιβ-ς). Η λ. χείρ εμφανίζει στον τ. χέρ-νιψ την μορφή χερ-, η οποία απαντά και σε άλλους τ. τής λ. και έχει προέλθει από τη δοτ. πληθ. χερσί. Από άλλους μελετητές, το α' συνθετικό χερ- ερμηνεύεται από τη μορφή θ. χερρ- (πρβλ. αιολ. αιτ. πληθ. χέρρας) με απλοποίηση τών δύο -ρρ- (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ. και λ. χειρ). Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή σε ορισμένους παρ. τ., πρβλ. keniqa = χέρνιβα (βλ. λ. χέρνιβον), keniqetewe, το οποίο θα αντιστοιχούσε στον πληθ. ενός αμάρτυρου αρσ. *χερνιπτεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χέρνιψ — water for washing the hands fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνίβεσσιν — χέρνιψ water for washing the hands fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβας — χέρνιψ water for washing the hands fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβες — χέρνιψ water for washing the hands fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβι — χέρνιψ water for washing the hands fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβος — χέρνιψ water for washing the hands fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβ' — χέρνιβα , χέρνιβον neut nom/voc/acc pl χέρνιβα , χέρνιψ water for washing the hands fem acc sg χέρνιβι , χέρνιψ water for washing the hands fem dat sg χέρνιβε , χέρνιψ water for washing the hands fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ночва — мелкое корыто для муки, зерна, кормушка , укр. ночви мн. корыто, лохань , русск. цслав. нъщвы μάκτρα, болг. нъщви мн. квашня , сербохорв. на̏ħве, род. п. мн. наħава̑, словен. nǝčvè, nа̑čvе, nȃčke квашня , чеш. nесkу ночва , диал. necvičky… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Weihwasser — Weihwasser, Wasser zu religiösen Reinigungen. Der Gebrauch desselben kommt schon bei den Griechen (χέρνιΨ) u. Römern (Aqua lustralis) vor; die Anwendung desselben geschah vor dem Eintritt in den Tempel, der Darbringung der Opfer, der Ablegung von …   Pierer's Universal-Lexikon

  • CADAVERUM Cura — apud Romanos Graecosque. Corpus defuncti, postquam sollenni ritu oculi eius clausi essent, per intervalla conclamabatur primo, quod apud Graecos fiebat magnô aeneorum vasorum fragore, an ad Lemures Furiasque accendas, an ad iacentem, si forte… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”